- μοναύτα
- (Μ μοναύτα και μαναύτα και μόναυτα)επίρρ. ευθύς, αμέσως, χωρίς αναβολήμσν.(ως χρον. σύνδ.) μόλις, αμέσως μόλις.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρμ. μόνον + πληθ. ουδ. αὐτὰ τής αντων. αὐτός. Ο τ. μόναυτα κατά το πάραυτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναυτύς — (Μ μοναυτύς) επίρρ. αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναύτα κατά το παρευτύς (< παρευθύς)] … Dictionary of Greek